Πώς αλλάζει η μουσική αντίληψη κάποιου που φεύγει για ένα μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό; Πώς επιδρά αυτή η ριζική αλλαγή στον τρόπο που ακούει και αισθάνεται τη μουσική; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι η εμφάνιση μιας εμμονής με την μουσική της πατρίδας του, συμφωνήσαμε εγώ και άλλοι Έλληνες συμφοιτητές μου. Το εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της εμμονής είναι το γεγονός ότι δεν αφορά μονάχα τη μουσική που είναι ευρέως αναγνωρισμένη ως «αξιόλογη» ή «προσεγμένη», αλλά κυρίως, στη δική μας περίπτωση, τη μουσική που θεωρείται από πολλούς υποδεέστερη, ή κοινώς, τις «τρασίλες».
Η προτίμηση αυτή δικαιολογείται από τον απλό λόγο ότι τα κομμάτια αυτά μας φέρνουν πιο κοντά στους φίλους και στη χώρα μας, μας συνδέουν με μια κουλτούρα που έχουμε αναπολήσει. Τα κλαμπ (ας μην αναφερθώ στην κατωτερότητα των Αγγλικών κλαμπ σε σχέση με τα Ελληνικά), τα πάρτι, τα καλοκαιρινά μπάνια και οι μπύρες στις ταράτσες αποτελούν μονάχα μερικά από τα στοιχεία της ελληνικής καθημερινότητας που έχουμε συνδέσει στο μυαλό μας με αυτή τη μουσική. Αναμφισβήτητα, πολλά από αυτά τα κομμάτια δεν αποτελούν μουσική υψηλού επιπέδου, δεν θα μπορούσαν να σταθούν δίπλα στα έργα του Χατζιδάκι και του Καλομοίρη. Αλλά πόση πραγματική σημασία έχει αυτό, από τη στιγμή που μας κάνουν να θυμηθούμε όλα όσα αναπολούμε περισσότερο;
«Από τότε που ήρθα εδώ ακούω μόνο ελληνικά, ενώ πριν έλεγα ότι ποτέ δεν θα τα άκουγα μη ειρωνικά» μου είπε η Μ. και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί της, ενώ η αντίδραση των γνωστών μου στην Ελλάδα όταν έμαθαν αυτή την εξέλιξη ήταν «η Αγγλία σε έφτιαξε». Οι «τρασίλες», όσο παράξενο κι αν ακούγεται, είναι ένας από τους παράγοντες που μας δημιουργούν μια λαχτάρα να επιστρέψουμε. Οι στίχοι τους, όσο και αν καλλιτεχνικά δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, κάποια δομή ή κάποιο ουσιαστικό μήνυμα, είναι ένας τρόπος να ξεδώσουμε, να αδειάσουμε το μυαλό μας από ό,τι συμβαίνει και παράλληλα να θυμηθούμε στιγμές, ευχάριστες και μη, που έχουμε βιώσει στην πατρίδα μας.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η εμμονή με τις τρασίλες δεν θα υποχωρήσει σύντομα. Εξάλλου, η αξία του βλέμματος περιέργειας των Άγγλων όταν βλέπουν τους Έλληνες να «χτυπιούνται» και να φωνάζουν μόνοι τους έξω από τα κλαμπ ακούγοντας μουσική και στίχους που δεν μπορούν να καταλάβουν είναι ανεκτίμητη. Όπως ανεκτίμητη είναι και η σύνδεση που νιώθουμε μέσα από τέτοιες στιγμές με τη χώρα στην οποία έχουμε ζήσει όλη μας τη ζωή. Και προφανώς κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του άρθρου άκουγα Toquel.